- μπουμπούνας
- aptal, salak, sersem
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπουμπούνας — ο χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πιθ. υποχωρ. σχηματισμένη από το ρ. μπουμπουνίζω. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. Bubona «θεά προστάτιδα τών βοδιών» (< λατ. bos, bovis) δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
bomb — – Rădăcină expresivă onomatopeică, ce reprezintă ideea unui zgomot confuz şi neîncetat, şi în general a unui zumzet. Creaţie spontană, proprie multor limbi, cf gr. βόμβος, lat. bombus, bombire, bombizare, sl. bǫbnǫti a bate toba . Der. bombăni… … Dicționar Român